- λογογράφημα
- λογογρᾰφ-ημα, ατος, τό,A prose work, Anon. in Rh. 3.571 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογογράφημα — το (Α λογογράφημα) [λογογραφώ] νεοελλ. γραπτό κείμενο ή σύγγραμμα επιμελημένο ως προς το ύφος και τη μορφή, λογοτέχνημα αρχ. σύγγραμμα σε πεζό λόγο … Dictionary of Greek
λογογραφήμασιν — λογογράφημα prose work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφήματα — λογογράφημα prose work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)